- Ἱπποθόωντος
- Ἱπποθόωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποθοώντειον — ἱπποθοώντειον, τὸ (Α) βωμός τού Ιπποθόωντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἱπποθόων] … Dictionary of Greek